ἐποιήσατο

ἐποιήσατο
ποιέω
make
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐποιήσαθ' — ἐποιήσατο , ποιέω make aor ind mid 3rd sg ἐποιήσατε , ποιέω make aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιήσατ' — ἐποιήσατο , ποιέω make aor ind mid 3rd sg ἐποιήσατε , ποιέω make aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ALAESA — urbs Siciliae olim Episcopalis sub Archiepiscopo Syracusano. Vocabulum eius varie, apud auctores, scriptum reperitur. Nam Phalaridi, Ptolemaeo ac Straboni est Α῎λαισα. Diodoro Α᾿λέσω Antonino Alesa, Ciceroni 2. Verrin. c. 7. Halesa, unde oppidani …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EPIMENIDES — Poeta Epicus, Solonis σύγχρονος, circa Olymp. 46. Patriâ Cretensis. qui a patre Agiasarcho in agrum ad custodiendum pecus missus in quodam antro obdormivit Annos 75. Unde emanavit Proverbium, Epimenidis somnum dormire. Tandem expergefactus, cum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξέτης — ἐξέτης, ες (θηλ. ἐξέτις) (Α) 1. εξαετής 2. αυτός που διαρκεί έξι χρόνια («ἀντὶ δὲ τεσσάρων μηνῶν ἑξέτη τὴν ἀρχὴν ἐποιήσατο», Λυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + ετης (< έτος)] …   Dictionary of Greek

  • επανέρχομαι — (AM ἐπανέρχομαι) 1. επιστρέφω, ξαναγυρίζω («μέχρι οὗ ἐπανέλθωσιν», Θουκ.) 2. (για λόγο γραπτό ή προφορικό) ξανασυζητώ, αναπτύσσω ξανά («θα επανέλθω σε αυτό το σημείο) νεοελλ. αποκαθίσταμαι στην προηγούμενη θέση μου («επανέρχονται όλοι οι… …   Dictionary of Greek

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • μίσθιος — ία, ιο (ΑΜ μίσθιος, ία, ιον) [μισθός] αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι») 2. το… …   Dictionary of Greek

  • ξενηλασία — θεσμός της αρχαίας Σπάρτης, όπου ίσχυε πριν από τη νομοθεσία του Λυκούργου. Από την εποχή του Λυκούργου, το έθιμο αυτό ενισχύθηκε με γραπτό νόμο, που απαγόρευε στους ξένους να μένουν στη Σπάρτη χωρίς ειδική άδεια και έδινε στις αρμόδιες αρχές το… …   Dictionary of Greek

  • παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”